- διαπρεπεστέρους
- διαπρεπήςdistinguishedmasc acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθύμιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο Μέγας, ο όσιος (Μελιτηνή Αρμενίας 377 – Παλαιστίνη 473). Μορφωμένος ασκητής, ίδρυσε πολλά μοναστήρια στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου. 2. Επίσκοπος Σάρδεων (; – 824).… … Dictionary of Greek
Ερμογένης — I (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ). Αρχιτέκτονας της ελληνιστικής περιόδου. Γεννήθηκε στην Πριήνη της Μικράς Ασίας και άκμασε γύρω στο 200 π.Χ. Σε σύγγραμμά του –με χαρακτήρα πολεμικής, που χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τον Βιτρούβιο– εξέθετε τις… … Dictionary of Greek
Κις, Έγκον Έρβιν — (Egon Ervin Κisch, 1885 –1948). Τσέχος στρατιωτικός, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Διετέλεσε αξιωματικός του αυστροουγγρικού στρατού στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (1914 18). Από το 1918 ήταν μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος της Αυστρίας. Καρπός των… … Dictionary of Greek
Μπαρτολομέο, Φρα — (Fra Bartolomeo, 1472 – 1517). Ιταλός ζωγράφος. Το εργαστήρι του βρισκόταν στη πύλη του Αγίου Πέτρου Γκατολίνι, απ’ όπου πήρε και το όνομα della Porta. Σε ηλικία 31 ετών, ο Μ. έγινε ιεροκήρυκας, τελικά όμως αναδείχτηκε σε έναν από τους… … Dictionary of Greek
Μπόγκαρντ, Ντερκ — (Sir Dirk Bogard, 1921 – 1999). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου ηθοποιού και συγγραφέα Ντέρεκ Νίβεν Βαν ντεν Μπόγκαρντ. Εργάστηκε ως φωτογράφος και πήρε μέρος στον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μετά τον πόλεμο ασχολήθηκε με το θέατρο και αργότερα με τον … Dictionary of Greek
Ναύπακτος — Πόλη (υψόμ. 15 μ., 12.924 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Ήταν πρωτεύουσα της πρώην επαρχίας Ναυπακτίας στην οποία υπάγονταν τρεις δήμοι, 57 κοινότητες και 112 οικισμοί. Η Ν. είναι χτισμένη στον Κορινθιακό κόλπο, μεταξύ του Αντιρρίου και των… … Dictionary of Greek
Τσουδερός — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Κρήτης, η οποία καταγόταν από τον Εμμ. Καλλέργη, γόνο της μεγάλης οικογένειας των Καλλέργηδων. Σπουδαιότερα μέλη της οικογένειας ήταν οι επόμενοι: 1. Γεώργιος (1768 – 1859). Οπλαρχηγός στην Επανάσταση. Ονομάστηκε … Dictionary of Greek
Φλαγγίνης — Όνομα Ελλήνων λογίων. 1. Θωμάς (Βενετία 1579 – 1649). Ιδρυτής του Φλαγγινιανού Γυμνασίου και άλλων κοινωφελών ιδρυμάτων της Βενετίας. Κερκυραίος στην καταγωγή από τον πατέρα του, Κύπριος από τη μητέρα του, της οποίας κράτησε το επώνυμο, σπούδασε… … Dictionary of Greek